- ἀείφατος
- ἀεί-φατος, stets gepriesen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αείφατος — ἀείφατος, ον (Α) αυτός για τον οποίο πάντοτε γίνεται λόγος, που διαρκώς εξυμνείται, ο αιώνια ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φατός < φημί] … Dictionary of Greek
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek